- διγαμία
- Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο γάμο, γνωρίζοντας ότι υπάρχει γάμος που δεν λύθηκε ή ακυρώθηκε. Το αδίκημα θεωρείται στιγμιαίο και επομένως εκείνος από τους συζύγους που δεν γνώριζε τον προηγούμενο γάμο του άλλου τη στιγμή της δ. του, δεν ευθύνεται, αν το έμαθε αργότερα. Η παραγραφή της πράξης αρχίζει αφότου ο ένας από τους δύο γάμους λυθεί ή κηρυχθεί άκυρος. Η δ., εφόσον δεν αποδειχθεί το αντίθετο, επιβεβαιώνει τον ισχυρό κλονισμό του γάμου στη δίκη διαζυγίου.
* * *η (ΑΝ) [δίγαμος]η σύναψη δεύτερου γάμου ενώ δεν έχει λυθεί ακόμη ο πρώτοςμσν.η σύναψη δεύτερου γάμου μετά τη λύση τού πρώτου, δευτερογαμία.
Dictionary of Greek. 2013.